βλακωδῶς

βλακωδῶς
βλᾱκωδῶς , βλακώδης
lazy
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναχάσκω — (Α ἀναχάσκω) νεοελλ. 1. παρακολουθώ βλακωδώς, χαζεύω 2. γελώ δυνατά αρχ. έχω το στόμα μου ανοιχτό, χάσκω …   Dictionary of Greek

  • νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • συρφετώδης — ες / συρφετώδης, ῶδες, ΝΜΑ [συρφετός] αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο σχετικός με συρφετό μσν. αρχ. 1. ανάμικτος 2. μτφ. χυδαίος, πρόστυχος αρχ. ο χωρίς αξία, τιποτένιος. επίρρ... συρφετωδῶς Α 1. με ανάμικτο τρόπο 2. βλακωδώς …   Dictionary of Greek

  • χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… …   Dictionary of Greek

  • βλακώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, επίρρ. βλακωδώς αυτός που ταιριάζει σε βλάκα: Φαίνεται έξυπνος, αλλά αν τον ακούσεις να μιλάει θα καταλάβεις ότι ο λόγος του είναι βλακώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”